- πολύφοιτος
- πολύ-φοιτος, ον,A much-roaming, Musae.181.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύφοιτος — much roaming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφοιτος — ον, Α αυτός που συχνάζει πολύ σε ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. νεό φοιτος] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek